- κομμωτης
- κομμωτής-οῦ ὅ наводящий красоту, украшатель
(τῆς δεσποίνης Luc.; τῆς τραγῳδίας Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς δεσποίνης Luc.; τῆς τραγῳδίας Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κομμωτής — dresser masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτής — ο, θηλ. κομμώτρια (AM κομμωτής θηλ. κομμώτρια) [κομμώ (II)] αυτός που κόβει, χτενίζει και περιποιείται τα μαλλιά αρχ. καλλωπιστής (α. «τῷ τῆς δεσποίνης κομμωτῇ», Λουκιαν. β. «καὶ πῶλοι συνίτωσαν ὥσπερ γυναικὸς πολυτελοῡς τῆς τραγῳδίας κομμωταί»,… … Dictionary of Greek
κομμωτής — ο θηλ. κομμώτρια αυτός που έχει για επάγγελμα τον καλλωπισμό της κόμης, κουρέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομμωταί — κομμωτής dresser masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτῇ — κομμωτής dresser masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτήν — κομμωτής dresser masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτῶν — κομμωτής dresser masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτάς — κομμωτά̱ς , κομμωτής dresser masc acc pl κομμωτά̱ς , κομμωτής dresser masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρωπακιστής — δρωπακιστής, ο (AM) 1. αυτός που μαδά τις τρίχες του με δρώπακα 2. κομμωτής που κάνει αποτρίχωση 3. κίναιδος … Dictionary of Greek
εμπλέκτης — ἐμπλέκτης, ο (θηλ. ἐμπλέκτρια, η) (AM) ο κομμωτής … Dictionary of Greek
κεροπλάστης — (I) και κηροπλάστης, ο αυτός που κατασκευάζει κεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, μυθο πλάστης]. (II) κεροπλάστης, ὁ (Α) αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, κομμωτής, καλλωπιστής τής κόμης.… … Dictionary of Greek